- οπλοκαθαρσία
- ὁπλοκαθαρσία, ἡ (Α)οπλοκαθαρμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κάθαρσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek